- πυελίτιδα
- η, Νφλεγμονή τής νεφρικής πυέλου συνήθως με τη μορφή πυελονεφρίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyelitis (< πύελος + επίθημα -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. πυελῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Αχ. Γεωργαντά].
Dictionary of Greek. 2013.